αὐτοσχέδιον

αὐτοσχέδιον
αὐτοσχέδιος
hand to hand
masc acc sg
αὐτοσχέδιος
hand to hand
neut nom/voc/acc sg
αὐτοσχέδιος
hand to hand
masc/fem acc sg
αὐτοσχέδιος
hand to hand
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… …   Dictionary of Greek

  • ИКОНОМОС — [греч. Οἰκονόμος] Константин (27.08.1780, Царицани, Фессалия 03.1857, Афины), свящ., писатель, богослов и филолог, церковный деятель. Род. в семье свящ. и приходского иконома Кириака. С 12 лет прислуживал в храме в качестве анагноста (чтеца), на… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”